ζεύξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζεύξη | οι | ζεύξεις |
| γενική | της | ζεύξης* | των | ζεύξεων |
| αιτιατική | τη | ζεύξη | τις | ζεύξεις |
| κλητική | ζεύξη | ζεύξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ζεύξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈzef.ksi/
Ετυμολογία
- ζεύξη < αρχαία ελληνική ζεῦξις < ζεύγνυμι
Ουσιαστικό
ζεύξη θηλυκό
- η ένωση μεταξύ δύο αντικειμένων ή ακόμα και ζώων, π.χ. για το όργωμα
- η σύνδεση δύο οχημάτων ή άλλων μηχανημάτων με σκοπό την παράλληλη λειτουργία τους
- η κατασκευή γέφυρας που ενώνει δύο αντίπερα όχθες
- το έργο της ζεύξης Ρίου - Αντιρρίου ολοκληρώθηκε ταχύτατα
- (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) → δείτε συνώνυμο κανάλι
- ※ γνωστοποιημένη μετάδοση δεδομένων βασικής ζεύξης[1]
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
ένωση ή σύνδεση
Αναφορές
- Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.