καναλάρχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καναλάρχης οι καναλάρχες
      γενική του καναλάρχη των καναλαρχών
    αιτιατική τον καναλάρχη τους καναλάρχες
     κλητική καναλάρχη καναλάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καναλάρχης < κανάλι + -άρχης

Ουσιαστικό

καναλάρχης αρσενικό

  • (νεολογισμός) ιδιοκτήτης τηλεοπτικού καναλιού

Συνώνυμα

  • μιντιάρχης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.