καναλάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καναλάρχης | οι | καναλάρχες |
| γενική | του | καναλάρχη | των | καναλαρχών |
| αιτιατική | τον | καναλάρχη | τους | καναλάρχες |
| κλητική | καναλάρχη | καναλάρχες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- μιντιάρχης
Μεταφράσεις
καναλάρχης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.