καμήλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμήλα οι καμήλες
      γενική της καμήλας των καμηλών
    αιτιατική την καμήλα τις καμήλες
     κλητική καμήλα καμήλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια καμήλα

Ετυμολογία

καμήλα < μεσαιωνική ελληνική καμήλα < αρχαία ελληνική κάμηλος (πβ. λατινικά camela) < πρωτοσημιτική *gamal

Ουσιαστικό

καμήλα θηλυκό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.