στρουθοκάμηλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρουθοκάμηλος οι στρουθοκάμηλοι
      γενική της στρουθοκαμήλου των στρουθοκαμήλων
    αιτιατική τη στρουθοκάμηλο τις στρουθοκαμήλους
     κλητική στρουθοκάμηλε στρουθοκάμηλοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Οικογένεια στρουθοκαμήλων.

Ετυμολογία

στρουθοκάμηλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στρουθοκάμηλος (αρσενικό ή θηλυκό)

Προφορά

ΔΦΑ : /stɾu.θoˈka.mi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρουθοκάμηλος

Ουσιαστικό

στρουθοκάμηλος θηλυκό

  • (πτηνό) μεγαλόσωμο πουλί που δεν πετάει του είδους Struthio camelus
    Η στρουθοκάμηλος έχει πολύ ψηλό λαιμό, μακριά και δυνατά πόδια, μαύρο ή καφέ φτέρωμα και ζει στην Αφρική. Είναι γνωστό εξαιτίας του ότι χώνει το κεφάλι του στην άμμο, όταν αντιληφθεί κίνδυνο.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



    Αρχαία ελληνικά (grc)

     πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
    ονομαστική / στρουθοκάμηλος οἱ/αἱ στρουθοκάμηλοι
          γενική τοῦ/τῆς στρουθοκαμήλου τῶν στρουθοκαμήλων
          δοτική τῷ/τῇ στρουθοκαμήλ τοῖς/ταῖς στρουθοκαμήλοις
        αιτιατική τὸν/τὴν στρουθοκάμηλον τοὺς/τὰς στρουθοκαμήλους
         κλητική ! στρουθοκάμηλε στρουθοκάμηλοι
      δυϊκός
    ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρουθοκαμήλω
    γεν-δοτ τοῖν  στρουθοκαμήλοιν
    2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


    Πηγές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.