καμηλιέρισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμηλιέρισσα οι καμηλιέρισσες
      γενική της καμηλιέρισσας
    αιτιατική την καμηλιέρισσα τις καμηλιέρισσες
     κλητική καμηλιέρισσα καμηλιέρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμηλιέρισσα < καμηλιέρ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

καμηλιέρισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καμηλιέρης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.