καμηλιέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καμηλιέρης | οι | καμηλιέρηδες |
| γενική | του | καμηλιέρη | των | καμηλιέρηδων |
| αιτιατική | τον | καμηλιέρη | τους | καμηλιέρηδες |
| κλητική | καμηλιέρη | καμηλιέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

αγαλματάκια καμήλας και καμηλιέρη
Ετυμολογία
- καμηλιέρης < μεσαιωνική ελληνική καμηλιέρης < καμήλ(α) + -ιέρης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.miˈʎe.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μη‐λιέ‐ρης
Ουσιαστικό
καμηλιέρης αρσενικό (θηλυκό: καμηλιέρισσα)
Συγγενικά
- Καμηλιέρης (επώνυμο)
- → δείτε τη λέξη καμήλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.