αιγοκάμηλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιγοκάμηλος | οι | αιγοκάμηλοι |
| γενική | της | αιγοκάμηλου & αιγοκαμήλου |
των | αιγοκάμηλων & αιγοκαμήλων |
| αιτιατική | την | αιγοκάμηλο | τις | αιγοκάμηλους & αιγοκαμήλους |
| κλητική | αιγοκάμηλε | αιγοκάμηλοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι γενικής, αιτιατικής, είναι παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «πανσέληνος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αιγοκάμηλος
|
→ δείτε τη λέξη λάμα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.