chameau

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

chameau < cameil < λατινική camelus < αρχαία ελληνική κάμηλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ʃa.mo/
 

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό chameau chameaux
θηλυκό chamelle chamelles

chameau (fr)

  1. (θηλαστικό ζώο) καμήλα (με δύο καμπούρες)
     δείτε τη λέξη  dromadaire
  2. (μεταφορικά) (οικείο) κακός, δυσάρεστος άνθρωπος
  3. (ναυτικός όρος) σύνολο αεροσάκων που βοηθούν ένα πλοίο να περάσει από ρηχά νερά
  4. (έντομο) είδος πεταλούδας της οικογένειας των Notodontidae

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.