chameau
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʃa.mo/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | chameau | chameaux |
| θηλυκό | chamelle | chamelles |
chameau (fr)
- (θηλαστικό ζώο) καμήλα (με δύο καμπούρες)
- → δείτε τη λέξη dromadaire
- (μεταφορικά) (οικείο) κακός, δυσάρεστος άνθρωπος
- (ναυτικός όρος) σύνολο αεροσάκων που βοηθούν ένα πλοίο να περάσει από ρηχά νερά
- (έντομο) είδος πεταλούδας της οικογένειας των Notodontidae
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.