καμπούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμπούρα οι καμπούρες
      γενική της καμπούρας των (καμπουρών)
    αιτιατική την καμπούρα τις καμπούρες
     κλητική καμπούρα καμπούρες
συνηθισμένη γενική πληθυντικού: των καμπούρων
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμπούρα < καμπούρ(ης) +

Ουσιαστικό

καμπούρα θηλυκό

  1. παραμορφωτική κύρτωση της ράχης
  2. (μεταφορικά) η ράχη, η πλάτη· λέγεται για οτιδήποτε μας επιβαρύνει
    έχει εξήντα χρόνια στην καμπούρα του
  3. (κατ' επέκταση) οποιαδήποτε κύρτωση μιας επιφάνειας
  4. ο ύβος της καμήλας

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καμπούρα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.