καθηλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθηλώνω < ελληνιστική κοινή καθηλόω / καθηλῶ < κατά + αρχαία ελληνική ἧλος (καρφί) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική clouer[1])

Ρήμα

καθηλώνω, πρτ.: καθήλωνα, στ.μέλλ.: θα καθηλώσω, αόρ.: καθήλωσα, παθ.φωνή: καθηλώνομαι, μτχ.π.π.: καθηλωμένος

  1. με τις ενέργειές μου αναγκάζω κάποιον να μένει (σχετικά) ακίνητος ή να κινείται σε πολύ περιορισμένο χώρο
    οι ισχυροί άνεμοι καθήλωσαν τα αεροπλάνα στο έδαφος
     συνώνυμα: ακινητοποιώ
  2. (μεταφορικά) εντυπωσιάζω, συναρπάζω
  3. (μεταφορικά) περιορίζω, εμποδίζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. καθηλώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.