ἧλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἧλος οἱ ἧλοι
      γενική τοῦ ἥλου τῶν ἥλων
      δοτική τῷ ἥλ τοῖς ἥλοις
    αιτιατική τὸν ἧλον τοὺς ἥλους
     κλητική ! ἧλε ἧλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἥλω
γεν-δοτ τοῖν  ἥλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἧλος < *ϝαλ-σος - αβέβαιης ετυμολογίας κατά τον Beekes.[1]. Είτε, < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wal- ‎< *wel- / *welʷ- [2]

Ουσιαστικό

ἧλος αρσενικό

  1. καρφί, ήλος (στα ομηρικά κείμενα, μόνο διακοσμητικό)
  2. οτιδήποτε μοιάζει με καρφί
  3. αρρώστια των φυτών

Εκφράσεις

  • ἥλῳ ἐκκρούειν τὸν ἧλον (παροιμία)
    εναλλακτικά ἥλῳ ὁ ἦλος (ἐκκρούεται)

Συγγενικά

  • ἀργυρόηλος
  • ἡλάριον (υποκοριστικό)
  • ἡλῖτις
  • ἡλοκόπος
  • ἡλόω, ῶ & σύνθετα
  • καθήλωμα
  • καθήλωσις
  • καθηλόω, -ῶ
  • καθηλωτής
  • προσήλωσις
  • προσηλόω, -ῶ

  • ἀφήλωσις (μεσαιωνική)
  • ἥλωσις (μεσαιωνική), ήλωση (νέα ελληνικά)

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.