ἧλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἧλος | οἱ | ἧλοι |
| γενική | τοῦ | ἥλου | τῶν | ἥλων |
| δοτική | τῷ | ἥλῳ | τοῖς | ἥλοις |
| αιτιατική | τὸν | ἧλον | τοὺς | ἥλους |
| κλητική ὦ! | ἧλε | ἧλοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἥλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἥλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἧλος αρσενικό
- δωρικός τύπος : ἇλος
Εκφράσεις
- ἥλῳ ἐκκρούειν τὸν ἧλον (παροιμία)
- εναλλακτικά ἥλῳ ὁ ἦλος (ἐκκρούεται)
Συγγενικά
- ἀφήλωσις (μεσαιωνική)
- ἥλωσις (μεσαιωνική), ήλωση (νέα ελληνικά)
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἧλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἧλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.