συναρπάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συναρπάζω < αρχαία ελληνική συναρπάζω < συν- + ἁρπάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.naɾˈpa.zo/
Ρήμα
συναρπάζω (παθητική φωνή: συναρπάζομαι)
- γοητεύω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, τον συνεπαίρνω και τον ενθουσιάζω τόσο, ώστε να προσέχει μόνο κάποιο θέμα ή αντικείμενο που βλέπει, ακούει ή διαβάζει, και τίποτε άλλο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- συναρπαγή
- συναρπασμένος / συναρπαγμένος
- συναρπαστικά
- συναρπαστικός
- → δείτε τις λέξεις συν και αρπάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συναρπάζω | συνάρπαζα | θα συναρπάζω | να συναρπάζω | συναρπάζοντας | |
| β' ενικ. | συναρπάζεις | συνάρπαζες | θα συναρπάζεις | να συναρπάζεις | συνάρπαζε | |
| γ' ενικ. | συναρπάζει | συνάρπαζε | θα συναρπάζει | να συναρπάζει | ||
| α' πληθ. | συναρπάζουμε | συναρπάζαμε | θα συναρπάζουμε | να συναρπάζουμε | ||
| β' πληθ. | συναρπάζετε | συναρπάζατε | θα συναρπάζετε | να συναρπάζετε | συναρπάζετε | |
| γ' πληθ. | συναρπάζουν(ε) | συνάρπαζαν συναρπάζαν(ε) |
θα συναρπάζουν(ε) | να συναρπάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνάρπασα | θα συναρπάσω | να συναρπάσω | συναρπάσει | ||
| β' ενικ. | συνάρπασες | θα συναρπάσεις | να συναρπάσεις | συνάρπασε | ||
| γ' ενικ. | συνάρπασε | θα συναρπάσει | να συναρπάσει | |||
| α' πληθ. | συναρπάσαμε | θα συναρπάσουμε | να συναρπάσουμε | |||
| β' πληθ. | συναρπάσατε | θα συναρπάσετε | να συναρπάσετε | συναρπάστε | ||
| γ' πληθ. | συνάρπασαν συναρπάσαν(ε) |
θα συναρπάσουν(ε) | να συναρπάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συναρπάσει | είχα συναρπάσει | θα έχω συναρπάσει | να έχω συναρπάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συναρπάσει | είχες συναρπάσει | θα έχεις συναρπάσει | να έχεις συναρπάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συναρπάσει | είχε συναρπάσει | θα έχει συναρπάσει | να έχει συναρπάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συναρπάσει | είχαμε συναρπάσει | θα έχουμε συναρπάσει | να έχουμε συναρπάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συναρπάσει | είχατε συναρπάσει | θα έχετε συναρπάσει | να έχετε συναρπάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συναρπάσει | είχαν συναρπάσει | θα έχουν συναρπάσει | να έχουν συναρπάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.