αποκαθήλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποκαθήλωση | οι | αποκαθηλώσεις |
| γενική | της | αποκαθήλωσης* | των | αποκαθηλώσεων |
| αιτιατική | την | αποκαθήλωση | τις | αποκαθηλώσεις |
| κλητική | αποκαθήλωση | αποκαθηλώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποκαθηλώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποκαθήλωση < μεσαιωνική ελληνική ἀποκαθήλωσις < ἀποκαθηλόω < ἀπό + (ελληνιστική κοινή) καθηλόω < κατά + αρχαία ελληνική ἧλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.