καθηλώσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθηλώσιμος η καθηλώσιμη το καθηλώσιμο
      γενική του καθηλώσιμου της καθηλώσιμης του καθηλώσιμου
    αιτιατική τον καθηλώσιμο την καθηλώσιμη το καθηλώσιμο
     κλητική καθηλώσιμε καθηλώσιμη καθηλώσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθηλώσιμοι οι καθηλώσιμες τα καθηλώσιμα
      γενική των καθηλώσιμων των καθηλώσιμων των καθηλώσιμων
    αιτιατική τους καθηλώσιμους τις καθηλώσιμες τα καθηλώσιμα
     κλητική καθηλώσιμοι καθηλώσιμες καθηλώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καθηλώσιμος < καθηλώνω + -σιμος

Επίθετο

καθηλώσιμος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • καθηλώσιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.