καθηλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθηλωμένος η καθηλωμένη το καθηλωμένο
      γενική του καθηλωμένου της καθηλωμένης του καθηλωμένου
    αιτιατική τον καθηλωμένο την καθηλωμένη το καθηλωμένο
     κλητική καθηλωμένε καθηλωμένη καθηλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθηλωμένοι οι καθηλωμένες τα καθηλωμένα
      γενική των καθηλωμένων των καθηλωμένων των καθηλωμένων
    αιτιατική τους καθηλωμένους τις καθηλωμένες τα καθηλωμένα
     κλητική καθηλωμένοι καθηλωμένες καθηλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καθηλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου καθηλώνω

Μετοχή

καθηλωμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.