εγκαθήλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εγκαθήλωμα | τα | εγκαθηλώματα |
| γενική | του | εγκαθηλώματος | των | εγκαθηλωμάτων |
| αιτιατική | το | εγκαθήλωμα | τα | εγκαθηλώματα |
| κλητική | εγκαθήλωμα | εγκαθηλώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εγκαθήλωμα ουδέτερο
- (σπάνιο) η καθήλωση, η ακινητοποίηση κάποιου
- τραυματισμός ίππου κατά τη λανθασμένη διαδικασία του πεταλώματος
Μεταφράσεις
εγκαθήλωμα
|
|
Πηγές
- εγκαθήλωμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.