καθηκοντολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθηκοντολογία | οι | καθηκοντολογίες |
| γενική | της | καθηκοντολογίας | των | καθηκοντολογιών |
| αιτιατική | την | καθηκοντολογία | τις | καθηκοντολογίες |
| κλητική | καθηκοντολογία | καθηκοντολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθηκοντολογία < καθήκοντ(ος) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
καθηκοντολογία θηλυκό
- (ηθική) τμήμα της ηθικής που αφορά τα καθήκοντα που έχει ο άνθρωπος προς τους άλλους και τον εαυτό του
Μεταφράσεις
καθηκοντολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.