καθηκόντως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καθηκόντως < ελληνιστική κοινή καθηκόντως < αρχαία ελληνική καθήκω < κατά + ἥκω
Συνώνυμα
- (αρμοδίως)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καθήκον
Μεταφράσεις
καθηκόντως
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.