μετακίνησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μετακίνησῐς | αἱ | μετακινήσεις |
| γενική | τῆς | μετακινήσεως | τῶν | μετακινήσεων |
| δοτική | τῇ | μετακινήσει | ταῖς | μετακινήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | μετακίνησῐν | τὰς | μετακινήσεις |
| κλητική ὦ! | μετακίνησῐ | μετακινήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετακινήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μετακινησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μετακίνησις θηλυκό
- (αρχική σημασία) αλλαγή
- (ελληνιστική σημασία) μετακίνηση (όπως σπονδύλων ή για την περιγραφή κινήσεων)
- άλλες μορφές: μετακίνημα
Πηγές
- μετακίνησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μετακίνησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.