διακίνησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διακίνησῐς | αἱ | διακινήσεις | ||||
| γενική | τῆς | διακινήσεως | τῶν | διακινήσεων | ||||
| δοτική | τῇ | διακινήσει | ταῖς | διακινήσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | διακίνησῐν | τὰς | διακινήσεις | ||||
| κλητική ὦ! | διακίνησῐ | διακινήσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διακινήσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | διακινησέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- διακίνησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διακινέω / διακινῶ, διακινη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + κίνησις
- και στην καθαρεύουσα διακίνησις: η διακίνηση
Πηγές
- διακίνησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διακίνησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.