παρακίνησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρακίνησῐς αἱ παρακινήσεις
      γενική τῆς παρακινήσεως τῶν παρακινήσεων
      δοτική τῇ παρακινήσει ταῖς παρακινήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρακίνησῐν τὰς παρακινήσεις
     κλητική ! παρακίνησῐ παρακινήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρακινήσει
γεν-δοτ τοῖν  παρακινησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρακίνησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παρακινέω / παρακινῶ, παρακινη- (εξάπτω, ερεθίζω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + κίνησις.

Ουσιαστικό

παρακίνησις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. παρακίνηση
  2. εξέγερση

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.