ἀνακίνησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀνακίνησις < ἀνακινέω
Ουσιαστικό
ἀνακίνησις
- όρος της πυγμαχίας για τις κινήσεις πριν απο την έναρξη της πάλης
- (μεταφορικά) το προγύμνασμα σε διάφορα αθλήματα
- (μεταφορικά) το πρελούδιο, η έναρξη γενικά, το πρώτο μέρος, η εισαγωγή
- εξέγερση, η πρόκληση ανησυχίας
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.