κάστανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάστανο τα κάστανα
      γενική του κάστανου των κάστανων
    αιτιατική το κάστανο τα κάστανα
     κλητική κάστανο κάστανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κάστανα πάνω σε καστανιά.

Ετυμολογία

κάστανο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κάστανον

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.sta.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάστανο
τονικό παρώνυμο: καστανό

Ουσιαστικό

κάστανο ουδέτερο

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά:
     συνώνυμα: βγάζω το φίδι από την τρύπα
  • δεν τρέχει κάστανο:
     συνώνυμα: (εντονότερο) δεν τρέχει τίποτα
  • δε χαρίζω κάστανα: εκφράζει τη μη ύπαρξη επιείκειας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.