κάστανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κάστανο | τα | κάστανα |
| γενική | του | κάστανου | των | κάστανων |
| αιτιατική | το | κάστανο | τα | κάστανα |
| κλητική | κάστανο | κάστανα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κάστανα πάνω σε καστανιά.
Ετυμολογία
- κάστανο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κάστανον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.sta.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐στα‐νο
- τονικό παρώνυμο: καστανό
Συγγενικά
- αγριοκαστανιά
- αγριοκάστανο
- καστανάς
- καστανέρυθρος
- καστανιά
- καστάνια
- καστανιέτα
- καστανό
- καστανοκίτρινος
- καστανοκόκκινος
- καστανολαίμης
- καστανομάλλης
- καστανομαλλούσα
- καστανομάτης
- καστανόξανθος
- καστανοπώλης
- καστανό
- καστανός
- καστανόφαιος
- καστανόχρυσος
- καστανόχρωμος
- καστανόχωμα
- καστανωπός
Εκφράσεις
- βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά:
- ≈ συνώνυμα: βγάζω το φίδι από την τρύπα
- δεν τρέχει κάστανο:
- ≈ συνώνυμα: (εντονότερο) δεν τρέχει τίποτα
- δε χαρίζω κάστανα: εκφράζει τη μη ύπαρξη επιείκειας
-
κάστανο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.