καστανάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καστανάς | οι | καστανάδες |
| γενική | του | καστανά | των | καστανάδων |
| αιτιατική | τον | καστανά | τους | καστανάδες |
| κλητική | καστανά | καστανάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.staˈnas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐στα‐νάς
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κάστανο
Μεταφράσεις
καστανάς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
