καστανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καστανός η καστανή το καστανό
      γενική του καστανού της καστανής του καστανού
    αιτιατική τον καστανό την καστανή το καστανό
     κλητική καστανέ καστανή καστανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καστανοί οι καστανές τα καστανά
      γενική των καστανών των καστανών των καστανών
    αιτιατική τους καστανούς τις καστανές τα καστανά
     κλητική καστανοί καστανές καστανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καστανός < μεσαιωνική ελληνική καστανός < ελληνιστική κοινή κάστανον

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.staˈnos/

Επίθετο

καστανός, -ή, -ό

  1. που έχει το χρώμα του κάστανου
  2. καστανομάλλης
  3. (ουσιαστικοποιημένο) καστανό: το σχετικό χρώμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.