καστανιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καστανιά | οι | καστανιές |
| γενική | της | καστανιάς | των | καστανιών |
| αιτιατική | την | καστανιά | τις | καστανιές |
| κλητική | καστανιά | καστανιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια καστανιά
Ετυμολογία
- καστανιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καστανιά < ελληνιστική κοινή καστανέα με συνίζηση για αποφυγή χασμωδίας[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.staˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐στα‐νιά
Ουσιαστικό
καστανιά θηλυκό
Συγγενικά
- Καστανιά (τοπωνύμιο)
-
καστανιά στη Βικιπαίδεια

- Castanea στα Βικιείδη
Μεταφράσεις
Αναφορές
- καστανιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- καστανιά < ελληνιστική κοινή καστανέα
Πηγές
- καστανιά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.