καστανοπώλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καστανοπώλης οι καστανοπώλες
& καστανοπώληδες
      γενική του καστανοπώλη των καστανοπωλών
& καστανοπώληδων
    αιτιατική τον καστανοπώλη τους καστανοπώλες
& καστανοπώληδες
     κλητική καστανοπώλη καστανοπώλες
& καστανοπώληδες
Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καστανοπώλης < κάσταν(ο)+ -ο- + -πώλης

Ουσιαστικό

καστανοπώλης αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.