καστανομάλλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καστανομάλλης η καστανομάλλα
καστανομαλλού
καστανομαλλούσα
το καστανομάλλικο
      γενική του καστανομάλλη της καστανομάλλας
καστανομαλλούς
καστανομαλλούσας
του καστανομάλλικου
    αιτιατική τον καστανομάλλη την καστανομάλλα
καστανομαλλού
καστανομαλλούσα
το καστανομάλλικο
     κλητική καστανομάλλη καστανομάλλα
καστανομαλλού
καστανομαλλούσα
καστανομάλλικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καστανομάλληδες οι καστανομάλλες
καστανομαλλούδες
καστανομαλλούσες
τα καστανομάλλικα
      γενική των καστανομάλληδων των
καστανομαλλούδων
των καστανομάλλικων
    αιτιατική τους καστανομάλληδες τις καστανομάλλες
καστανομαλλούδες
καστανομαλλούσες
τα καστανομάλλικα
     κλητική καστανομάλληδες καστανομάλλες
καστανομαλλούδες
καστανομαλλούσες
καστανομάλλικα
Το θηλυκό, σε , -ού και -ούσα.
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «ξανθομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καστανομάλλης < καστανός + κασταν(ός) + -ο- + -μάλλης

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.sta.noˈma.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καστανομάλλης

Επίθετο

καστανομάλλης, -α/ού/ούσα, -ικο

Συγγενικά

  • μελαχροινός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.