καστανό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καστανό τα καστανά
      γενική του καστανού των καστανών
    αιτιατική το καστανό τα καστανά
     κλητική καστανό καστανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καστανό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καστανός

Ουσιαστικό

καστανό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καστανό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.