καστάνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καστάνια | οι | καστάνιες |
| γενική | της | καστάνιας | — | |
| αιτιατική | την | καστάνια | τις | καστάνιες |
| κλητική | καστάνια | καστάνιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καστάνια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
καστάνια θηλυκό

το (a) δείχνει την καστάνια(1) που δεν επιτρέπει την περιστροφή του οδοντωτού τροχού (b) κατά την φορά των δεικτών του ρολογιού
- εξάρτημα μηχανισμού το οποίο εμποδίζει την περιστροφή γραναζιού προς τη μία φορά
- (κατ' επέκταση) εργαλείο-κλειδί που χρησιμεύει για βίδωμα ή ξεβίδωμα και εμπεριέχει καστάνια(1)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.