cerebrum

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

cerebrum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱara-, *ḱeras-, *ḱrās- (“κεφάλι”), συγγενές με το (λατινικά) cervix (“λαιμός”), με το (αρχαία ελληνική) κάρα, το (σανσκριτικά) शिर (śira, “κεφάλι, κρανίο”), το (χεττιτικά) harsar (“κεφάλι”) και το (αγγλοσαξονικά) hærn (“μυαλό)

Ουσιαστικό

cerebrum (la) ουδέτερο

Απόγονοι

cerebrum (λατινικά)

νέα ελληνικά: τσερβέλο

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cerebrum cerebra
γενική cerebrī cerebrōrum
δοτική cerebrō cerebrīs
αιτιατική cerebrum cerebra
κλητική cerebrum cerebra
αφαιρετική cerebrō cerebrīs
(β' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.