cerebrum
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- cerebrum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱara-, *ḱeras-, *ḱrās- (“κεφάλι”), συγγενές με το (λατινικά) cervix (“λαιμός”), με το (αρχαία ελληνική) κάρα, το (σανσκριτικά) शिर (śira, “κεφάλι, κρανίο”), το (χεττιτικά) harsar (“κεφάλι”) και το (αγγλοσαξονικά) hærn (“μυαλό)
Ουσιαστικό
cerebrum (la) ουδέτερο
- (ανατομία, εγκέφαλος) ο άνω εγκέφαλος, ο ανώτερος εγκέφαλος, ο άνωνους, τα ανώτερα εγκεφαλικά τμήματα πλην της παρεγκεφαλίδας και του εγκεφαλικού στελέχους
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | cerebrum | cerebra |
| γενική | cerebrī | cerebrōrum |
| δοτική | cerebrō | cerebrīs |
| αιτιατική | cerebrum | cerebra |
| κλητική | cerebrum | cerebra |
| αφαιρετική | cerebrō | cerebrīs |
Πηγές
- cerebrum - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.