λείψανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λείψανο τα λείψανα
      γενική του λείψανου
& λειψάνου
των λείψανων
& λειψάνων
    αιτιατική το λείψανο τα λείψανα
     κλητική λείψανο λείψανα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λείψανο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λείψανον

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈli.psa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λείψανο

Ουσιαστικό

λείψανο ουδέτερο

  1. το απομεινάρι, ό,τι απέμεινε από ένα παλιό κτήριο, αντικείμενο κλπ ή (μεταφορικά) από έναν αρχαίο πολιτισμό
  2. το νεκρό σώμα, ιδίως ενός αγίου
    το λείψανο του Αγίου τέθηκε για προσκύνημα από τους πιστούς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.