δέμας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δέμας < αρχαία ελληνική δέμας < δέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *demh₂- (χτίζω)

Ουσιαστικό

δέμας ουδέτερο

  • (αρχαιοπρεπές) το σώμα
    μικρός το δέμας (μικρόσωμος)

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δέμας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δέμας ουδέτερο

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.