ταλαγάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ταλαγάνι | τα | ταλαγάνια |
| γενική | του | ταλαγανιού | των | ταλαγανιών |
| αιτιατική | το | ταλαγάνι | τα | ταλαγάνια |
| κλητική | ταλαγάνι | ταλαγάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.laˈɣa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐λα‐γά‐νι
Ουσιαστικό
ταλαγάνι ουδέτερο
- χοντρό μάλλινο πανωφόρι των βοσκών
- είδος τυριού
Συνώνυμα
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.