caput
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kauput- / *káput-
Ουσιαστικό
caput ουδέτερο
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | caput | capită |
| γενική | capitis | capitum |
| δοτική | capitī | capitĭbus |
| αιτιατική | caput | capită |
| κλητική | caput | capită |
| αφαιρετική | capite | capitĭbus |
Συνώνυμα
- capitulum
Εκφράσεις
- caput «recido»
- ※ consilia in ipsorum caput recidentia, Liv. 36, 29
- → λείπει η μετάφραση
- ※ consilia in ipsorum caput recidentia, Liv. 36, 29
Σύνθετα
Πηγές
- caput - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.