caput

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kauput- / *káput-

Ουσιαστικό

caput ουδέτερο

  1. κεφάλι
  2. (συνεκδοχικά) άνθρωπος
  3. πρωτεύουσα, μητρόπολη
  4. αρχηγός
  5. κορυφή
  6. πηγή
  7. βίος
  8. θάνατος
  9. κύριος
  10. κορυφαίος
  11. κεφάλαιο
  12. είδος ασθένειας νεογέννητων

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική caput capită
γενική capitis capitum
δοτική capitī capitĭbus
αιτιατική caput capită
κλητική caput capită
αφαιρετική capite capitĭbus
(γ' κλίση)

Συνώνυμα

  • capitulum

Εκφράσεις

  • caput «recido»
      consilia in ipsorum caput recidentia, Liv. 36, 29
    λείπει η μετάφραση

Σύνθετα

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.