μπέρτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπέρτα | οι | μπέρτες |
| γενική | της | μπέρτας | — | |
| αιτιατική | την | μπέρτα | τις | μπέρτες |
| κλητική | μπέρτα | μπέρτες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπέρτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική berta < γαλλική berthe (ελαφρό πέπλο λαιμού) < γερμανική Bertha, το όνομα της μητέρας τού Καρλομάγνου που το φορούσε [1]
Ουσιαστικό
μπέρτα θηλυκό
- (ενδυμασία) γυναικείο φαρδύ πανωφόρι, χωρίς μανίκια
- (ειδικότερα) παρόμοιο ρούχο από πιο ελαφρύ υλικό → χρειάζεται παράθεμα
- ↪ Μια μπέρτα' ρίχνουν στους ώμους τους πελάτισσες των κομμωτηρίων και οι πελάτες των κουρείων.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.