μανίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μανίκι | τα | μανίκια |
| γενική | του | μανικιού | των | μανικιών |
| αιτιατική | το | μανίκι | τα | μανίκια |
| κλητική | μανίκι | μανίκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μανίκι < μεσαιωνική ελληνική μανίκιον (υποκοριστικό του ιταλικού manica) < λατινική manus
Ουσιαστικό
μανίκι ουδέτερο
- το τμήμα ενός ρούχου που περιβάλλει το χέρι από τον ώμο καί κάτω, μέχρι τον καρπό
- Σκούπισε το τζάμι με το μανίκι του. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
Εκφράσεις
Παράγωγα
- μανικάκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.