cape
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
cape
capes
Ουσιαστικό
cape
(en)
(
γεωγραφία
)
ακρωτήρι
→
δείτε
και
τη
λέξη
point
(
ενδυμασία
)
κάπα
,
μανδύας
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
cape
capes
Ετυμολογία
cape
<
λατινική
cappa
Προφορά
ΔΦΑ
: /
kap
/
Ουσιαστικό
cape
(fr)
θηλυκό
(
ενδυμασία
)
ο
μανδύας
, η
πατατούκα
, η
κάπα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.