κουκούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουκούλα οι κουκούλες
      γενική της κουκούλας των κουκουλών
    αιτιατική την κουκούλα τις κουκούλες
     κλητική κουκούλα κουκούλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουκούλα < μεσαιωνική ελληνική κουκούλα/ κουκούλλα < υστερολατινική cuculla < λατινική cucullus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kuH-l- < *(s)kewH- (καλύπτω)
Αδιάβροχο με κουκούλα.
Άντρας με μαύρη κουκούλα.
Αυτοκίνητο καλυμμένο με γκρίζα κουκούλα.

Ουσιαστικό

κουκούλα θηλυκό

  1. κάλυμμα της κεφαλής προσαρτημένο σε ένα άλλο ρούχο, π.χ. παλτό, αδιάβροχο κ.λπ.
  2. κάλυμμα της κεφαλής με οπές για τα μάτια, τη μύτη και το στόμα
  3. προστατευτικό κάλυμμα για οχήματα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.