cappa

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

cappa (it) θηλυκό (πληθυντικός: cappe)

  1. κουκούλα
  2. κάλυμμα
  3. (ενδυμασία) κάπα
  4. μανδύας
  5. ράσο
  6. σκούφος μάγειρα
  7. (ζωολογία) μύδι



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

cappa < caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kauput- / *káput (κεφάλι)

Ουσιαστικό

cappa

  1. (ενδυμασία) η κάπα
  2. (ενδυμασία) κάλυμμα κεφαλικού όπως η κουκούλα, το καπέλο, η περικεφαλαία

Παράγωγα

  • cappellus (υποκοριστικό)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.