ισοβαρής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισοβαρής | η | ισοβαρής | το | ισοβαρές |
| γενική | του | ισοβαρούς* | της | ισοβαρούς | του | ισοβαρούς |
| αιτιατική | τον | ισοβαρή | την | ισοβαρή | το | ισοβαρές |
| κλητική | ισοβαρή(ς) | ισοβαρής | ισοβαρές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισοβαρείς | οι | ισοβαρείς | τα | ισοβαρή |
| γενική | των | ισοβαρών | των | ισοβαρών | των | ισοβαρών |
| αιτιατική | τους | ισοβαρείς | τις | ισοβαρείς | τα | ισοβαρή |
| κλητική | ισοβαρείς | ισοβαρείς | ισοβαρή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ισοβαρής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσοβαρής. Μορφολογικά αναλύεται σε ισο- + -βαρής.
- για σύγχρονους επιστημονικούς όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία όπως η αγγλική isobar, η γαλλική isobare < αρχαία ελληνική ἴσος, βάρος [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.so.vaˈɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐βα‐ρής
Επίθετο
ισοβαρής, -ής, -ές (χωρίς παραθετικά)
- που έχει ίσο βάρος με κάτι άλλο
- (μεταφορικά) που έχει την ίδια βαρύτητα, την ίδια σημασία ή σπουδαιότητα ή εγκυρότητα με κάτι άλλο
- ※ […] για την ίδια λέξη συμβαίνει να υπάρχουν δύο τουλάχιστον ισοβαρείς ετυμολογίες.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. Εισαγωγή, σελ.16.
- ※ […] για την ίδια λέξη συμβαίνει να υπάρχουν δύο τουλάχιστον ισοβαρείς ετυμολογίες.
- (μετεωρολογία, για καμπύλες μετεωρολογικού χάρτη) που ενώνει σημεία με ίδια βαρομετρική πίεση
- → δείτε τους όρους ισοβαρής γραμμή και ισοβαρής καμπύλη
- → δείτε και τη λέξη ισαλλοβαρής
- (φυσική, για καμπύλες διαγραμμάτων) που ενώνει σημεία με την ίδια πίεση
- (χημεία, για στοιχεία) που έχει το ίδιο ατομικό βάρος αλλά διαφορετικό ατομικό αριθμό
- → δείτε και τη λέξη ουσιαστικοποιημένο: τα ισοβαρή
- ισόβαρος (σπανιότερο)
Αντώνυμα
- ανισοβαρής
- → δείτε και τη λέξη ετεροβαρής
Πολυλεκτικοί όροι
- ισοβαρής γραμμή
- ισοβαρής καμπύλη
Συγγενικά
- ανισοβαρής
- ανισοβαρώς (επίρρημα)
- ισοβαρώς (επίρρημα)
Αναφορές
- ισοβαρής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ισοβαρής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.