isobar

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
isobar isobars

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈī-sə-ˌbär/

Ουσιαστικό

isobar (en)

  • (χημεία) το ισοβαρές
    • οι πυρήνες (σχεδόν πάντα) διαφορετικών χημικών στοιχείων με ίδιο μαζικό αριθμό μα διαφορετικό αριθμό (αναλογία) πρωτονίων και νετρονίων (διαφορετική σύσταση) ονομάζονται ισοβαρή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.