βαρομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαρομετρικός | η | βαρομετρική | το | βαρομετρικό |
| γενική | του | βαρομετρικού | της | βαρομετρικής | του | βαρομετρικού |
| αιτιατική | τον | βαρομετρικό | τη | βαρομετρική | το | βαρομετρικό |
| κλητική | βαρομετρικέ | βαρομετρική | βαρομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαρομετρικοί | οι | βαρομετρικές | τα | βαρομετρικά |
| γενική | των | βαρομετρικών | των | βαρομετρικών | των | βαρομετρικών |
| αιτιατική | τους | βαρομετρικούς | τις | βαρομετρικές | τα | βαρομετρικά |
| κλητική | βαρομετρικοί | βαρομετρικές | βαρομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαρομετρικός < αρχαία ελληνική βαρομετρικός
Μεταφράσεις
βαρομετρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.