διάγραμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάγραμμα τα διαγράμματα
      γενική του διαγράμματος των διαγραμμάτων
    αιτιατική το διάγραμμα τα διαγράμματα
     κλητική διάγραμμα διαγράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάγραμμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διάγραμμα ουδέτερο

  1. γραφική απεικόνιση συσχέτισης μεγεθών (συχνά στην πορεία του χρόνου ή που αφορά χωροταξική ανάπτυξη)
  2. γραφική απεικόνιση μηχανισμού ή ιδέας

Συγγενικά

  • διαγράφω
  • φαϋνογράφημα διάγραμμα Φάυνμαν (Richard Phillips Feynman, /ˈfaɪnmən/)

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.