ατομικό βάρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ατομικό βάρος | τα | ατομικά βάρη |
| γενική | του | ατομικού βάρους | των | ατομικών βαρών |
| αιτιατική | το | ατομικό βάρος | τα | ατομικά βάρη |
| κλητική | ατομικό βάρος | ατομικά βάρη | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
ατομικό βάρος ουδέτερο
- σχετική ατομική μάζα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ατομικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.