μύησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μύησῐς | αἱ | μυήσεις |
| γενική | τῆς | μυήσεως | τῶν | μυήσεων |
| δοτική | τῇ | μυήσει | ταῖς | μυήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | μύησῐν | τὰς | μυήσεις |
| κλητική ὦ! | μύησῐ | μυήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μυησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- μυητής
- προμύησις
→ και δείτε τη λέξη μυέω
Πηγές
- μύησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.