ἱερεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἱερεύς οἱ ἱερεῖς - ἱερῆς*
      γενική τοῦ ἱερέως τῶν ἱερέων
      δοτική τῷ ἱερεῖ τοῖς ἱερεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἱερέ τοὺς ἱερέᾱς
     κλητική ! ἱερεῦ ἱερεῖς - ἱερῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱερ1 ή ἱερεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  ἱερέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἱερεύς, ήδη μυκηναϊκή 𐀂𐀋𐀩𐀄 (i-je-re-u) < ἱερ(ός) + -εύς [1]

Ουσιαστικό

ἱερεύς αρσενικό

  1. (θρησκεία, επάγγελμα) ιερέας
  2. θυσιαστής

Συγγενικά

  • ἀρχιερεύς
  • ἀρχιερεύω
  • ἱερεύσιμος
  • ἱέρευσις
  • ἱερευτικός
  • ἱερεύω
  • καθιέρευσις
  • καθιερεύω
  • συνιερεύς
  • φιλοϊερεύς
  • ψευδιερεύς

 και δείτε τη λέξη ἱερός

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.