ἱερεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἱερεύς | οἱ | ἱερεῖς - ἱερῆς* |
| γενική | τοῦ | ἱερέως | τῶν | ἱερέων |
| δοτική | τῷ | ἱερεῖ | τοῖς | ἱερεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | ἱερέᾱ | τοὺς | ἱερέᾱς |
| κλητική ὦ! | ἱερεῦ | ἱερεῖς - ἱερῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱερῆ1 ή ἱερεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱερέοιν | ||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- ἀρχιερεύς
- ἀρχιερεύω
- ἱερεύσιμος
- ἱέρευσις
- ἱερευτικός
- ἱερεύω
- καθιέρευσις
- καθιερεύω
- συνιερεύς
- φιλοϊερεύς
- ψευδιερεύς
→ και δείτε τη λέξη ἱερός
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἱερεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱερεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.