ιδεαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιδεαλισμός | οι | ιδεαλισμοί |
| γενική | του | ιδεαλισμού | των | ιδεαλισμών |
| αιτιατική | τον | ιδεαλισμό | τους | ιδεαλισμούς |
| κλητική | ιδεαλισμέ | ιδεαλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδεαλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Idealismus < λατινική idealis < idea < αρχαία ελληνική ἰδέα (αντιδάνειο) < εἴδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω, γνωρίζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðe.a.liˈzmos/
Ουσιαστικό
ιδεαλισμός αρσενικό
Συγγενικά
- αντιιδεαλιστικός
- ιδεαλιστής
- ιδεαλιστικά
- ιδεαλιστικός
- ιδεαλίστρια
- → δείτε τη λέξη ιδέα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.