απείκασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απείκασμα τα απεικάσματα
      γενική του απεικάσματος των απεικασμάτων
    αιτιατική το απείκασμα τα απεικάσματα
     κλητική απείκασμα απεικάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απείκασμα < αρχαία ελληνική ἀπείκασμα < ἀπεικάζω < εἰκάζω

Ουσιαστικό

απείκασμα ουδέτερο

  1. (λόγιο) ομοίωμα, είδωλο
  2. (λόγιο) απεικόνιση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.