ιδανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιδανισμός οι ιδανισμοί
      γενική του ιδανισμού των ιδανισμών
    αιτιατική τον ιδανισμό τους ιδανισμούς
     κλητική ιδανισμέ ιδανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδανισμός < ιδανικός + -ισμός

Ουσιαστικό

ιδανισμός αρσενικό

  1. (λόγιο) (καλλιτεχνική) τάση να αποδώσουμε κάτι εξιδανικεύοντάς το, με εξιδανικευμένο τρόπο
  2. (λόγιο) ιδανικότητα
  3. (λόγιο) ιδεαλισμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.